πεισθείς

πεισθείς
πείθω
persuade
aor part pass masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • вѣрованъ — (2*) прич. страд. прош. Подтвержден, удостоверен: се же свѣ(т) иже в на(с). не то(ч)ю еже послѣ же начасѩ. но и но(щ)ю раздѣлѩетсѩ. и раздѣлѩе(т) нощь. равночастнѣ зрако(м) вѣрованъ. въздухо(м) распростертъ. (πιστευθέν) ГБ XIV, 78б. – Испорч.: не …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • καθυφίημι — (Α) (επιτατ. τού υφίημι) 1. παραμελώ με δόλιο τρόπο, προδίδω («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», Δημοσθ.) 2. (για συνηγόρους ή κατηγόρους) συνεννοούμαι κρυφά για να κερδίσει ο αντίδικος, καταπροδίδω τη δίκη, διεξάγω δίκη με… …   Dictionary of Greek

  • σκυβαλικός — ή, όν, Α 1. ο άξιος σκυβαλισμού, περιφρονητέος, αξιοκαταφρόνητος 2. (κυριολ. και μτφ.) ακάθαρτος, ρυπαρός, βρόμικος («ἀργυρίοισι σκυβαλικοῑσι πεισθείς» που πείσθηκε με χρήματα, με δωροδοκία, Τιμοκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύβαλον «απόβλημα» + κατάλ.… …   Dictionary of Greek

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”